- χέρσωση
- [-ις (-εως)] η оставление земли под паром, под залежь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χέρσωση — η / χέρσωσις, ώσεως, Ν Μ [χερσῶ / ώνω] νεοελλ. μετατροπή περιοχής σε χέρσο μσν. μεταβολή θαλάσσιας περιοχής σε ξηρά … Dictionary of Greek